Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐκκλησιαστικός ἐκκλησιαστική τὸ ἐκκλησιαστικόν
      γενική τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
      δοτική τῷ ἐκκλησιαστικ τῇ ἐκκλησιαστικ τῷ ἐκκλησιαστικ
    αιτιατική τὸν ἐκκλησιαστικόν τὴν ἐκκλησιαστικήν τὸ ἐκκλησιαστικόν
     κλητική ! ἐκκλησιαστικέ ἐκκλησιαστική ἐκκλησιαστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐκκλησιαστικοί αἱ ἐκκλησιαστικαί τὰ ἐκκλησιαστικᾰ́
      γενική τῶν ἐκκλησιαστικῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν
      δοτική τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐκκλησιαστικούς τὰς ἐκκλησιαστικᾱ́ς τὰ ἐκκλησιαστικᾰ́
     κλητική ! ἐκκλησιαστικοί ἐκκλησιαστικαί ἐκκλησιαστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκκλησιαστικώ τὼ ἐκκλησιαστικᾱ́ τὼ ἐκκλησιαστικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐκκλησιαστικοῖν τοῖν ἐκκλησιαστικαῖν τοῖν ἐκκλησιαστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκκλησιαστικός < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐκκλησιαστικός

  1. (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με την ἐκκλησία, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) εκκλησιαστικός

  Πηγές επεξεργασία