ἐκκλησιαστικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκκλησιαστικός < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω)
Επίθετο
επεξεργασίαἐκκλησιαστικός
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με την ἐκκλησία, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) εκκλησιαστικός
Πηγές
επεξεργασία- ἐκκλησιαστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκκλησιαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.