ἐκκλησίαρχος
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἐκκλησίαρχος < ἐκκλησι(άρχης) + -αρχος < αρχαία ελληνική ἐκκλησία + ἄρχω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐκκλησίαρχος αρσενικό
- (χριστιανισμός) επιστάτης εκκλησίας
- άλλες μορφές: 'κκλησάρχος
Πηγές
επεξεργασία
- ἐκκλησίαρχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].