Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγγιστιάριος < από το ἐγγίζω + -άριος ( η κατάληξη από την αντίστοιχη λατινική -arius )

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐγγιστιάριος αρσενικό

  • υπάλληλος της αυλής των Βυζαντινών, με αντικείμενο να ελέγχει ποιοί θα προσεγγίσουν τον αυτοκράτορα ή μόνον να σηκώνει την κουρτίνα που χώριζε το χώρο του βασιλιά από τον προθάλαμο των επισκεπτών του ή των καλεσμένων του σε δείπνο