Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐαρίδρεπτος < ἔαρ + δρέπω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐαρίδρεπτος, -ος, -ον

  • (για άνθη) κομμένος την άνοιξη