Δείτε επίσης: ἄδμητος, Άδμητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἄδμητος < ἄδμητος < ἄ- + δμητός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἄδμητος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δάμνημι και δαμάζω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία