↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀτταλεύς οἱ Ἀτταλεῖς - Ἀτταλῆς*
      γενική τοῦ Ἀτταλέως τῶν Ἀτταλέων
      δοτική τῷ Ἀτταλεῖ τοῖς Ἀτταλεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀτταλέ τοὺς Ἀτταλέᾱς
     κλητική ! Ἀτταλεῦ Ἀτταλεῖς - Ἀτταλῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀτταλ1 ή Ἀτταλεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἀτταλέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀτταλεύς < Ἀττάλεια + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀτταλεύς αρσενικό (ελληνιστική κοινή)