Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀτταλειώτης < Ἀττάλει(α) + -ώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀτταλειώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) που κατοικεί ή κατάγεται από την Αττάλεια
  2. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία