Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρμενιάρχης οἱ Ἀρμενιάρχαι
      γενική τοῦ Ἀρμενιάρχου τῶν Ἀρμενιαρχῶν
      δοτική τῷ Ἀρμενιάρχ τοῖς Ἀρμενιάρχαις
    αιτιατική τὸν Ἀρμενιάρχην τοὺς Ἀρμενιάρχᾱς
     κλητική ! Ἀρμενιάρχ Ἀρμενιάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρμενιάρχ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρμενιάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀρμενιάρχης < Ἀρμενί(α) + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀρμενιάρχης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία