Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀναγυράσιος Ἀναγυρασί τὸ Ἀναγυράσιον
      γενική τοῦ Ἀναγυρασίου τῆς Ἀναγυρασίᾱς τοῦ Ἀναγυρασίου
      δοτική τῷ Ἀναγυρασί τῇ Ἀναγυρασί τῷ Ἀναγυρασί
    αιτιατική τὸν Ἀναγυράσιον τὴν Ἀναγυρασίᾱν τὸ Ἀναγυράσιον
     κλητική ! Ἀναγυράσιε Ἀναγυρασί Ἀναγυράσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀναγυράσιοι αἱ Ἀναγυράσιαι τὰ Ἀναγυράσι
      γενική τῶν Ἀναγυρασίων τῶν Ἀναγυρασίων τῶν Ἀναγυρασίων
      δοτική τοῖς Ἀναγυρασίοις ταῖς Ἀναγυρασίαις τοῖς Ἀναγυρασίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀναγυρασίους τὰς Ἀναγυρασίᾱς τὰ Ἀναγυράσι
     κλητική ! Ἀναγυράσιοι Ἀναγυράσιαι Ἀναγυράσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀναγυρασίω τὼ Ἀναγυρασί τὼ Ἀναγυρασίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἀναγυρασίοιν τοῖν Ἀναγυρασίαιν τοῖν Ἀναγυρασίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀναγυράσιος < Ἀναγυροῦς• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

Ἀναγυράσιος, -α, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία