Ἀδάμας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐδαμᾰντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Ἀδάμᾱς | οἱ | Ἀδάμᾰντες | |
γενική | τοῦ | Ἀδάμᾰντος | τῶν | Ἀδαμᾰ́ντων | |
δοτική | τῷ | Ἀδάμᾰντῐ | τοῖς | Ἀδάμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Ἀδάμᾰντᾰ | τοὺς | Ἀδάμᾰντᾰς | |
κλητική ὦ! | Ἀδάμᾰν | Ἀδάμᾰντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀδάμᾰντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀδαμᾰ́ντοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἀδάμας < αρχαία ελληνική ἀδάμας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἀδάμας αρσενικό