Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγακλυτός < ἀγα- + κλυτός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγακλυτός, ή, όν

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγακλυτός αρσενικό