↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἅρμοσμᾰ τὰ ἁρμόσμᾰτ
      γενική τοῦ ἁρμόσμᾰτος τῶν ἁρμοσμᾰ́των
      δοτική τῷ ἁρμόσμᾰτ τοῖς ἁρμόσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἅρμοσμᾰ τὰ ἁρμόσμᾰτ
     κλητική ! ἅρμοσμᾰ ἁρμόσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρμόσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἁρμοσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἅρμοσμα < ἁρμόζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἅρμοσμα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία