ἅρμοσμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἅρμοσμᾰ | τὰ | ἁρμόσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἁρμόσμᾰτος | τῶν | ἁρμοσμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἁρμόσμᾰτῐ | τοῖς | ἁρμόσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἅρμοσμᾰ | τὰ | ἁρμόσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἅρμοσμᾰ | ἁρμόσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁρμόσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁρμοσμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἅρμοσμα < ἁρμόζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἅρμοσμα, -ατος ουδέτερο
- (σπάνιο) εργασία της συναρμολόγησης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 411 (411-413)
- τρόπις δ᾽ ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων, | ἐφ᾽ ἧς ἐσώθην μόλις ἀνελπίστωι τύχηι | Ἑλένη τε, Τροίας ἣν ἀποσπάσας ἔχω.
- Μου ξέμεινε η καρένα μόνο κι έτσι | πάνω της έχω ανέλπιστα γλιτώσει | με την Ελένη που ᾽φερα απ᾽ την Τροία.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- τρόπις δ᾽ ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων, | ἐφ᾽ ἧς ἐσώθην μόλις ἀνελπίστωι τύχηι | Ἑλένη τε, Τροίας ἣν ἀποσπάσας ἔχω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 411 (411-413)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἁρμόζω
Πηγές
επεξεργασία- ἅρμοσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.