ἄνοδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄνοδος | αἱ | ἄνοδοι |
γενική | τῆς | ἀνόδου | τῶν | ἀνόδων |
δοτική | τῇ | ἀνόδῳ | ταῖς | ἀνόδοις |
αιτιατική | τὴν | ἄνοδον | τὰς | ἀνόδους |
κλητική ὦ! | ἄνοδε | ἄνοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἄνοδος θηλυκό
- δρόμος προς τα πάνω, όπως αυτός της Ακρόπολης
- (μεταφορικά) πορεία προς τα άνω, ανάβαση σε υψηλότερο σημείο, ανέβασμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 517b
- τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ᾽ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν.
- αν ακόμα δεχτείς πως εκείνος ο δεσμώτης που ανεβαίνει εδώ πάνω και βλέπει όσα βλέπει παρασταίνει το ανέβασμα της ψυχής από τον ορατό στον νοητό κόσμο, θα είσαι μέσα σε κείνο που πιστεύω εγώ τουλάχιστο, αφού αυτό επιθυμούσες ν᾽ ακούσεις.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- τὴν δὲ ἄνω ἀνάβασιν καὶ θέαν τῶν ἄνω τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδον τιθεὶς οὐχ ἁμαρτήσῃ τῆς γ᾽ ἐμῆς ἐλπίδος, ἐπειδὴ ταύτης ἐπιθυμεῖς ἀκούειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 517b
- πορεία από τα παράλια προς τα μεσόγεια, ιδίως της Κεντρικής Ασίας
- ανηφοριά, πλαγιά ενός υψώματος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄνοδος | τὸ | ἄνοδον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀνόδου | τοῦ | ἀνόδου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀνόδῳ | τῷ | ἀνόδῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄνοδον | τὸ | ἄνοδον | ||
κλητική ὦ! | ἄνοδε | ἄνοδον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄνοδοι | τὰ | ἄνοδᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀνόδων | τῶν | ἀνόδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνόδοις | τοῖς | ἀνόδοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνόδους | τὰ | ἄνοδᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄνοδοι | ἄνοδᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνόδω | τὼ | ἀνόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνόδοιν | τοῖν | ἀνόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασία
- χωρίς δρόμο, αδιάβατος, απροσπέλαστος, αδιέξοδος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 133
- ἔλεξεν οὖν Ξενοφῶν ὅτι δοκοίη παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρθίους ποιῆσαι· ἡ μὲν γὰρ φάλαγξ διασπασθήσεται εὐθύς· τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον τῇ δὲ εὔοδον εὑρήσομεν τὸ ὄρος· καὶ εὐθὺς τοῦτο ἀθυμίαν ποιήσει ὅταν τεταγμένοι εἰς φάλαγγα ταύτην διεσπασμένην ὁρῶσιν.
- Ο Ξενοφώντας τότε είπε πως θεωρούσε φρόνιμο να χαλάσουν τη φάλαγγα και να παρατάξουν τους άντρες των λόχων σε βάθος μεγάλο και μέτωπο μικρό. «Γιατί η φάλαγγα γρήγορα θα διασπαστεί, αφού το βουνό σ᾽ άλλα μέρη θα το βρούμε αδιάβατο και σε άλλα ευκολοπέραστο. Κι αυτό τότε θα απογοητέψει τους στρατιώτες που θα βλέπουν διασπασμένη την παράταξή τους.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἔλεξεν οὖν Ξενοφῶν ὅτι δοκοίη παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρθίους ποιῆσαι· ἡ μὲν γὰρ φάλαγξ διασπασθήσεται εὐθύς· τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον τῇ δὲ εὔοδον εὑρήσομεν τὸ ὄρος· καὶ εὐθὺς τοῦτο ἀθυμίαν ποιήσει ὅταν τεταγμένοι εἰς φάλαγγα ταύτην διεσπασμένην ὁρῶσιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 885
- ἀλλὰ ποδῶν ῥιπᾷ θανάτῳ πελάσεις ἄρα βάρβαρα φῦλα καὶ δι᾽ ὁδοὺς ἀνόδους στείχων·
- Μα, πεζοπόρος τρέχοντας, θα ᾽σαι κοντά στο θάνατο, ανάμεσ᾽ από βάρβαρες φυλές ως θα περνάς και δρόμους κακοτράχαλους.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλὰ ποδῶν ῥιπᾷ θανάτῳ πελάσεις ἄρα βάρβαρα φῦλα καὶ δι᾽ ὁδοὺς ἀνόδους στείχων·
- ≠ αντώνυμα: εὔοδος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 133
Πηγές
επεξεργασία
- ἄνοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.