ἄθερμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄθερμος | τὸ ἄθερμον | οἱ, αἱ ἄθερμοι | τὰ ἄθερμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀθέρμου | τοῦ ἀθέρμου | τῶν ἀθέρμων | τῶν ἀθέρμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀθέρμῳ | τῷ ἀθέρμῳ | τοῖς, ταῖς ἀθέρμοις | τοῖς ἀθέρμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄθερμον | τὸ ἄθερμον | τοὺς, τὰς ἀθέρμους | τὰ ἄθερμα |
Κλητική | ἄθερμε | ἄθερμον | ἄθερμοι | ἄθερμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀθέρμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀθέρμοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄθερμος, -ος, -ον
- άθερμος, χωρίς θερμότητα
- οὐκοῦν εἰ καὶ τὸ ἄθερμον ἀναγκαῖον ἦν ἀνώλεθρον εἶναι, ὁπότε τις ἐπὶ χιόνα θερμὸν ἐπάγοι, ὑπεξῄει ἂν ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος; οὐ γὰρ ἂν ἀπώλετό γε, οὐδ᾽ αὖ ὑπομένουσα ἐδέξατο ἂν τὴν θερμότητα. (Πλάτων, Φαίδων, 106a)