Δείτε επίσης: ἀγανός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄγανος τὸ ἄγανον οἱ, αἱ ἄγανοι τὰ ἄγανα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγάνου τοῦ ἀγάνου τῶν ἀγάνων τῶν ἀγάνων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγάνῳ τῷ ἀγάνῳ τοῖς, ταῖς ἀγάνοις τοῖς ἀγάνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄγανον τὸ ἄγανον τοὺς, τὰς ἀγάνους τὰ ἄγανα
Κλητική ἄγανε ἄγανον ἄγανοι ἄγανα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγάνω
Γενική-Δοτική ἀγάνοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄγανος < ἄγνυμι

  Επίθετο επεξεργασία

ἄγανος, -ος, -ον (ἄγᾱνος)

  1. κομμένος, σχισμένος, τεμαχισμένος
    ξύλα ἄγανα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ἄγανον: ξερόκλαδο για προσάναμμα