ἄγανος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄγανος | τὸ ἄγανον | οἱ, αἱ ἄγανοι | τὰ ἄγανα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀγάνου | τοῦ ἀγάνου | τῶν ἀγάνων | τῶν ἀγάνων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀγάνῳ | τῷ ἀγάνῳ | τοῖς, ταῖς ἀγάνοις | τοῖς ἀγάνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄγανον | τὸ ἄγανον | τοὺς, τὰς ἀγάνους | τὰ ἄγανα |
Κλητική | ἄγανε | ἄγανον | ἄγανοι | ἄγανα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀγάνω | |||
Γενική-Δοτική | ἀγάνοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄγανος < ἄγνυμι
Επίθετο επεξεργασία
ἄγανος, -ος, -ον (ἄγᾱνος)
- κομμένος, σχισμένος, τεμαχισμένος
- ξύλα ἄγανα
- (ουσιαστικοποιημένο) ἄγανον: ξερόκλαδο για προσάναμμα