Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄατος τὸ ἄατον
      γενική τοῦ/τῆς ἀάτου τοῦ ἀάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀάτ τῷ ἀάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄατον τὸ ἄατον
     κλητική ! ἄατε ἄατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄατοι τὰ ἄατ
      γενική τῶν ἀάτων τῶν ἀάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀάτοις τοῖς ἀάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀάτους τὰ ἄατ
     κλητική ! ἄατοι ἄατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀάτω τὼ ἀάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀάτοιν τοῖν ἀάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄατος < ἀ- στερητικό + ἆσαι (απαρέμφατο αορίστου) (<ἄω)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ἄατος, -ος, -ον

  1. ο μη κορεσμένος, αχόρταγος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 218 (216-218)
    «νῦν δὴ νῶι ἔολπα, Διῒ φίλε φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ, | οἴσεσθαι μέγα κῦδος Ἀχαιοῖσι προτὶ νῆας, | Ἕκτορα δῃώσαντε μάχης ἄατόν περ ἐόντα.
    «Διίφιλε, λαμπρότατε Αχιλλέα, | τώρα θα πάρομεν εμείς δόξαν λαμπράν, ελπίζω,τούτον νεκρόν να φέρομεν στων Αχαιών τα πλοία, | τον Έκτορα, οπού άσβεστον πολέμου δίψαν είχε·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 59 (57-59)
    Ὃς καὶ Κύκνον ἔπεφνεν, Ἀρητιάδην μεγάθυμον. | εὗρε γὰρ ἐν τεμένει ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος | αὐτὸν καὶ πατέρα ὃν Ἄρη᾽, ἄατον πολέμοιο,
    Αυτός τον Κύκνο σκότωσε, το γενναιόκαρδο γιο τού Άρη. | Γιατί τους βρήκε στο τέμενος του Απόλλωνα που από μακριά τοξεύει, | αυτόν και τον πατέρα του, τον Άρη, τον αχόρταγο για πόλεμο,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 714 (713-714)
    οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν, | Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ᾽ ἄατος πολέμοιο·
    Κι ανάμεσα στους πρώτους δριμεία μάχη σήκωναν | ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης, ο ακόρεστος για πόλεμο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. ολέθριος, θανατηφόρος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.