ἁλιηγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἁλιηγής | τὸ | ἁλιηγές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἁλιηγοῦς | τοῦ | ἁλιηγοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἁλιηγεῖ | τῷ | ἁλιηγεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἁλιηγῆ | τὸ | ἁλιηγές | ||
κλητική ὦ! | ἁλιηγές | ἁλιηγές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἁλιηγεῖς | τὰ | ἁλιηγῆ | ||
γενική | τῶν | ἁλιηγῶν | τῶν | ἁλιηγῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἁλιηγέσῐ(ν) | τοῖς | ἁλιηγέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἁλιηγεῖς | τὰ | ἁλιηγῆ | ||
κλητική ὦ! | ἁλιηγεῖς | ἁλιηγῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλιηγεῖ | τὼ | ἁλιηγεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁλιηγοῖν | τοῖν | ἁλιηγοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἁλιηγής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- θαλασσοδαρμένος, που επάνω του σπάνε τα κύματα
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 3.460 @scaife.perseus
- ἵστατʼ ἐπὶ προὔχουσαν ἀνὴρ ἁλιηγέα πέτρην,
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 3.460 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁλιηγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.