Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγιώνυμος < ελληνιστική ἅγιος + όνομα

  Επίθετο επεξεργασία

ἁγιώνυμος, -ος, -ον

  1. αυτός που προσαγορεύεται άγιος, ο ιεράρχης, ο πατριάρχης, ο πάπας
  2. γεωγραφικός τόπος, (χώρα, πόλη, χωριό, νήσος, χερσόνησος κ.λπ.), ή μέσον μεταφοράς (πλοίο), ή τάγμα (πολιτικό, θρησκευτικό ή στρατιωτικό), ή αδελφότητα ή σωματείο που φέρει όνομα αγίου.