ἁγιοκτόνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἁγιοκτόνος < ελληνιστική ἅγιος + κτείνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἁγιοκτόνος αρσενικό
- αυτός που καταστρέφει οτιδήποτε ιερό, ή φονεύει ενάρετους, ασκητές, ιερείς κ.λπ.
ἁγιοκτόνος αρσενικό