Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁβροχαίτης < ἁβρός + χαίτη

  Επίθετο επεξεργασία

ἁβροχαίτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

* ἁβροκόμης