Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁβροκόμης < ἁβρός + κόμη

  Επίθετο επεξεργασία

ἁβροκόμης αρσενικό
  1. αυτός που έχει πλούσια κόμη
  2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσιο, θαλερό φύλλωμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

* ἁβροχαίτης