ἀφνειός
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀφνειός | ἡ | ἀφνειᾱ́ | τὸ | ἀφνειόν |
γενική | τοῦ/τῆς | ἀφνειοῦ | τῆς | ἀφνειᾶς | τοῦ | ἀφνειοῦ |
δοτική | τῷ/τῇ | ἀφνειῷ | τῇ | ἀφνειᾷ | τῷ | ἀφνειῷ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀφνειόν | τὴν | ἀφνειᾱ́ν | τὸ | ἀφνειόν |
κλητική ὦ! | ἀφνειέ | ἀφνειᾱ́ | ἀφνειόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀφνειοί | αἱ | ἀφνειαί | τὰ | ἀφνειᾰ́ |
γενική | τῶν | ἀφνειῶν | τῶν | ἀφνειῶν | τῶν | ἀφνειῶν |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀφνειοῖς | ταῖς | ἀφνειαῖς | τοῖς | ἀφνειοῖς |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀφνειούς | τὰς | ἀφνειᾱ́ς | τὰ | ἀφνειᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἀφνειοί | ἀφνειαί | ἀφνειᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφνειώ | τὼ | ἀφνειᾱ́ | τὼ | ἀφνειώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφνειοῖν | τοῖν | ἀφνειαῖν | τοῖν | ἀφνειοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἀμαυρός' όπως «ἀμαυρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἀφνειός < ἄφενος
Επίθετο
επεξεργασίαἀφνειός, -ός/-ή, -όν, συγκριτικός :ἀφνειότερος, υπερθετικός : ἀφνειότατος/ἀφνειέστατος
- πλούσιος, εύπορος, άφθονος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 116 (115-117)
- «ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, | ὧδε μάλ᾽ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις; | φῆς δ᾽ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.
- «Καλέ μου φίλε, ποιος άραγε σ᾽ αγόρασε με τα πολλά αγαθά του, | τόσο τρανός και πλούσιος, όπως εσύ το ομολογείς | και λες πως αφανίστηκε για την τιμή του βασιλιά Αγαμέμνονα;
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- «ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, | ὧδε μάλ᾽ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις; | φῆς δ᾽ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 308 (308-310)
- ἐξ ἔργων δ᾽ ἄνδρες πολύμηλοί τ᾽ ἀφνειοί τε, | καί τ᾽ ἐργαζόμενος πολὺ φίλτερος ἀθανάτοισιν | [ἔσσεαι ἠδὲ βροτοῖς· μάλα γὰρ στυγέουσιν ἀεργούς].
- Απ᾽ τη δουλειά τους γίνονται οι άνθρωποι με ποίμνια πολλά και πλούσιοι | και αν εργάζεσαι πολύ πιο προσφιλής στους αθάνατους | [και στους θνητούς θα είσαι. Γιατί τους άεργους πολύ τους αποστρέφονται.]
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐξ ἔργων δ᾽ ἄνδρες πολύμηλοί τ᾽ ἀφνειοί τε, | καί τ᾽ ἐργαζόμενος πολὺ φίλτερος ἀθανάτοισιν | [ἔσσεαι ἠδὲ βροτοῖς· μάλα γὰρ στυγέουσιν ἀεργούς].
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 116 (115-117)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀφνειός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφνειός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.