Δείτε επίσης: Ἀτρόμητος, ατρόμητος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτρόμητος < ἀ- στερητικό + τρόμος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀτρόμητος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία