Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀσπάσιος ἀσπασί τὸ ἀσπάσιον
      γενική τοῦ ἀσπασίου τῆς ἀσπασίᾱς τοῦ ἀσπασίου
      δοτική τῷ ἀσπασί τῇ ἀσπασί τῷ ἀσπασί
    αιτιατική τὸν ἀσπάσιον τὴν ἀσπασίᾱν τὸ ἀσπάσιον
     κλητική ! ἀσπάσιε ἀσπασί ἀσπάσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀσπάσιοι αἱ ἀσπάσιαι τὰ ἀσπάσι
      γενική τῶν ἀσπασίων τῶν ἀσπασίων τῶν ἀσπασίων
      δοτική τοῖς ἀσπασίοις ταῖς ἀσπασίαις τοῖς ἀσπασίοις
    αιτιατική τοὺς ἀσπασίους τὰς ἀσπασίᾱς τὰ ἀσπάσι
     κλητική ! ἀσπάσιοι ἀσπάσιαι ἀσπάσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσπασίω τὼ ἀσπασί τὼ ἀσπασίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀσπασίοιν τοῖν ἀσπασίαιν τοῖν ἀσπασίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀσπάσιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀσπάσιος, -α, -ον

  1. καλοδεχούμενος, ευπρόσδεκτος
  2. ιδιαίτερα ευχαριστημένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία