Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρχῆθεν < ἀρχαῖος + ὅθεν

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀρχῆθεν

  1. από παλιά, από την αρχή
    τοῦ δ᾽ ἱροῦ ὡς ἀρχῆθεν (το ναό τον άφησαν όπως ήταν από παλιά)
    εξαρχής
    κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας (καλυτερα να μην είχαν έρθει εξαρχής οι γυναίκες)

Συνώνυμα

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία