ἀρχῆθεν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαἀρχῆθεν
- από παλιά, από την αρχή
- τοῦ δ᾽ ἱροῦ ὡς ἀρχῆθεν (το ναό τον άφησαν όπως ήταν από παλιά)
- εξαρχής
- κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας (καλυτερα να μην είχαν έρθει εξαρχής οι γυναίκες)
Συνώνυμα
επεξεργασία