ἀρχιθυρωρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρχιθυρωρός | οἱ | ἀρχιθυρωροί |
γενική | τοῦ | ἀρχιθυρωροῦ | τῶν | ἀρχιθυρωρῶν |
δοτική | τῷ | ἀρχιθυρωρῷ | τοῖς | ἀρχιθυρωροῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀρχιθυρωρόν | τοὺς | ἀρχιθυρωρούς |
κλητική ὦ! | ἀρχιθυρωρέ | ἀρχιθυρωροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιθυρωρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιθυρωροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀρχιθυρωρός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχιθυρωρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.