Δείτε επίσης: αρχιθυρωρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιθυρωρός οἱ ἀρχιθυρωροί
      γενική τοῦ ἀρχιθυρωροῦ τῶν ἀρχιθυρωρῶν
      δοτική τῷ ἀρχιθυρωρ τοῖς ἀρχιθυρωροῖς
    αιτιατική τὸν ἀρχιθυρωρόν τοὺς ἀρχιθυρωρούς
     κλητική ! ἀρχιθυρωρέ ἀρχιθυρωροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιθυρωρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιθυρωροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρχιθυρωρός < ἀρχι- + θυρωρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀρχιθυρωρός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία