ἀρσενάς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀρσενάς < τουρκική tersane < βενετική tersanà < αραβική دار الصناعة (ar) < دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀρσενάς αρσενικό
- (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του ἀρσανάς