Δείτε επίσης: αποπληξία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποπληξί αἱ ἀποπληξίαι
      γενική τῆς ἀποπληξίᾱς τῶν ἀποπληξιῶν
      δοτική τῇ ἀποπληξί ταῖς ἀποπληξίαις
    αιτιατική τὴν ἀποπληξίᾱν τὰς ἀποπληξίᾱς
     κλητική ! ἀποπληξί ἀποπληξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποπληξί
γεν-δοτ τοῖν  ἀποπληξίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποπληξία < ἀποπλήσσω < ἀπό + πλήσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k- (χτυπώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποπληξία θηλυκό

  1. τρέλα, παραφροσύνη
  2. (ιατρική) αποπληξία

Άλλες μορφές

επεξεργασία