ἀποπληξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποπληξίᾱ | αἱ | ἀποπληξίαι |
γενική | τῆς | ἀποπληξίᾱς | τῶν | ἀποπληξιῶν |
δοτική | τῇ | ἀποπληξίᾳ | ταῖς | ἀποπληξίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀποπληξίᾱν | τὰς | ἀποπληξίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀποπληξίᾱ | ἀποπληξίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποπληξίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποπληξίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀποπληξία < ἀποπλήσσω < ἀπό + πλήσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k- (χτυπώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀποπληξία θηλυκό