Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποκρουστικός < ἀποκρούω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀποκρουστικός

  1. ο ικανός να αποκρούσει
    ἀποκρουστικαί δυνάμεις
  2. (αστρονομία) φθίνων
    ἀποκρουστική σελήνηφθίνουσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία