Δείτε επίσης: αποδοκιμάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποδοκιμάζω < ἀπό- + δοκιμάζω

ἀποδοκιμάζω

  1. απορρίπτω μετά από δοκιμασία, εξέταση, απορρίπτω υποψήφιο για έλλειψη των απαιτούμενων προσόντων
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 130
    Κλεισθένης δὲ σιγὴν ποιησάμενος ἔλεξε ἐς μέσον τάδε. “ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες, ἐγὼ καὶ πάντας ὑμέας ἐπαινέω καὶ πᾶσι ὑμῖν, εἰ οἷόν τε εἴη, χαριζοίμην ἄν, μήτ᾽ ἕνα ὑμέων ἐξαίρετον ἀποκρίνων μήτε τοὺς λοιποὺς ἀποδοκιμάζων.
    Κι ο Κλεισθένης ζήτησε να γίνει σιωπή και μίλησε έτσι που να τον ακούν όλοι: «Κύριοι, μνηστήρες της κόρης μου, εγώ έχω επαινετικά λόγια για όλους σας κι ολωνών σας, αν ήταν μπορετό, θα έκανα την καρδιά· γιατί κανέναν δεν ξεχωρίζω ως ανώτερο από τους άλλους κι ούτε τους υπόλοιπους τους θεωρώ κατώτερους·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
  2. απορρίπτω ως ανάξιο ή ακατάλληλο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Θεαίτητος, 181a
    ἀμφότεροι δ' ἂν φανῶσι μηδὲν μέτριον λέγοντες, γελοῖοι ἐσόμεθα ἡγούμενοι ἡμᾶς μὲν τὶ λέγειν φαύλους ὄντας, παμπαλαίους δὲ καὶ πασσόφους ἄνδρας ἀποδεδοκιμακότες