Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπειθέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπειθέω - ἀπειθῶ (συνηρημένο)

  • αρνούμαι τη συμμόρφωση, την πειθαρχία