Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπαθλίωσις < → δείτε τη λέξη απαθλίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπαθλίωσις θηλυκό