Δείτε επίσης: ανήκα, άνηκα, ἁνίκα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀνῆκα

  • α' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀνίημι

Δείτε επίσης επεξεργασία