ἀνόρεκτος
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀνόρεκτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνόρεκτος
Επίθετο
επεξεργασία
ἀνόρεκτος (σε χρήση και σήμερα)
- που δεν έχει όρεξη
- απαράδεκτος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀνόρεκτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἀνόρεκτος σελ.233, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀνόρεκτος, -ος, -ον
- (μεταφορικά) κακόκεφος, απρόθυμος, που δεν έχει όρεξη για κάτι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, 1250a @scaife.perseus
- σωφροσύνη δʼ ἐστὶν ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καθʼ ἣν ἀνόρεκτοι γίνονται περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, 1250a @scaife.perseus
- που δεν έχει όρεξη για φαγητό
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακῶν προβλημάτων βιβλία, 6.2.1, 687d, (687c-687d), @scaife.perseus
- ἐκδηλότερον δὲ τοῦτο γίγνεται περὶ τὴν πεῖναν· ἐνδεεῖς γὰρ ἅμα πολλοὶ γίνονται καὶ ἀνόρεκτοι τῶν νοσούντων·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ ἀοργησίας, Section 11, 460b, (460a-460b), @scaife.perseus
- ὡς γὰρ διʼ ὁμίχλης τὰ σώματα, καὶ διʼ ὀργῆς τὰ πράγματα μείζονα φαίνεται. διὸ δεῖ ταχὺ συμμνημονεύειν τῶν ὁμοίων, καὶ τοῦ πάθους ἔξωθεν ὄντας[*]ἀνυπόπτως, ἂν καθαρῷ τῷ λογισμῷ καὶ καθεστῶτι φαίνηται μοχθηρόν, ἐπιστραφῆναι, καὶ μὴ προέσθαι τότε μηδʼ ἀφεῖναι τὴν κόλασιν ὥσπερ σιτίον ἀνορέκτους γεγονότας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακῶν προβλημάτων βιβλία, 6.2.1, 687d, (687c-687d), @scaife.perseus
- (με παθητική σημασία, για φαγητό) ανεπιθύμητος
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀνόρεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.