Δείτε επίσης: ανόρεκτος, ανόρεχτος

Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀνόρεκτος (σε χρήση και σήμερα)

  1. που δεν έχει όρεξη
  2. απαράδεκτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνόρεκτος τὸ ἀνόρεκτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνορέκτου τοῦ ἀνορέκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνορέκτ τῷ ἀνορέκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνόρεκτον τὸ ἀνόρεκτον
     κλητική ! ἀνόρεκτε ἀνόρεκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνόρεκτοι τὰ ἀνόρεκτ
      γενική τῶν ἀνορέκτων τῶν ἀνορέκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνορέκτοις τοῖς ἀνορέκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνορέκτους τὰ ἀνόρεκτ
     κλητική ! ἀνόρεκτοι ἀνόρεκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνορέκτω τὼ ἀνορέκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνορέκτοιν τοῖν ἀνορέκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνόρεκτος < ἀν- + ὀρέγω + -τος

ἀνόρεκτος, -ος, -ον

  1. (μεταφορικά) κακόκεφος, απρόθυμος, που δεν έχει όρεξη για κάτι
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, 1250a @scaife.perseus
    σωφροσύνη δʼ ἐστὶν ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καθʼ ἣν ἀνόρεκτοι γίνονται περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν.
  2. που δεν έχει όρεξη για φαγητό
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακῶν προβλημάτων βιβλία, 6.2.1, 687d, (687c-687d), @scaife.perseus
    ἐκδηλότερον δὲ τοῦτο γίγνεται περὶ τὴν πεῖναν· ἐνδεεῖς γὰρ ἅμα πολλοὶ γίνονται καὶ ἀνόρεκτοι τῶν νοσούντων·
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ ἀοργησίας, Section 11, 460b, (460a-460b), @scaife.perseus
    ὡς γὰρ διʼ ὁμίχλης τὰ σώματα, καὶ διʼ ὀργῆς τὰ πράγματα μείζονα φαίνεται. διὸ δεῖ ταχὺ συμμνημονεύειν τῶν ὁμοίων, καὶ τοῦ πάθους ἔξωθεν ὄντας[*]ἀνυπόπτως, ἂν καθαρῷ τῷ λογισμῷ καὶ καθεστῶτι φαίνηται μοχθηρόν, ἐπιστραφῆναι, καὶ μὴ προέσθαι τότε μηδʼ ἀφεῖναι τὴν κόλασιν ὥσπερ σιτίον ἀνορέκτους γεγονότας.
  3. (με παθητική σημασία, για φαγητό) ανεπιθύμητος

Συγγενικά

επεξεργασία