ἀνθρωπέη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀνθρωπέη < ἄνθρωπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀνθρωπέη (συνηρημένο: ἀνθρωπῆ) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀνθρωπέη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνθρωπέη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.