Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνθρωπέη < ἄνθρωπος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνθρωπέη (συνηρημένο: ἀνθρωπῆ) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία