γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνεξέλεγκτος τὸ ἀνεξέλεγκτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνεξελέγκτου τοῦ ἀνεξελέγκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνεξελέγκτ τῷ ἀνεξελέγκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνεξέλεγκτον τὸ ἀνεξέλεγκτον
     κλητική ! ἀνεξέλεγκτε ἀνεξέλεγκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνεξέλεγκτοι τὰ ἀνεξέλεγκτ
      γενική τῶν ἀνεξελέγκτων τῶν ἀνεξελέγκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνεξελέγκτοις τοῖς ἀνεξελέγκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνεξελέγκτους τὰ ἀνεξέλεγκτ
     κλητική ! ἀνεξέλεγκτοι ἀνεξέλεγκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνεξελέγκτω τὼ ἀνεξελέγκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνεξελέγκτοιν τοῖν ἀνεξελέγκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεξέλεγκτος < ἀν- + ἐξελέγχω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ανεξέλεγκτος

ἀνεξέλεγκτος, -ος, -ον

  1. (για επιχειρήματα, αντιλήψεις) που είναι αδύνατο να ελεγχθεί
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 21.1
    ἐκ δὲ τῶν εἰρημένων τεκμηρίων ὅμως τοιαῦτα ἄν τις νομίζων μάλιστα ἃ διῆλθον οὐχ ἁμαρτάνοι, καὶ οὔτε ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες μᾶλλον πιστεύων, οὔτε ὡς λογογράφοι ξυνέθεσαν ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον, ὄντα ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα, ηὑρῆσθαι δὲ ἡγησάμενος ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων ὡς παλαιὰ εἶναι.
    Εντούτοις δεν θα έσφαλλε κανείς αν, με βάση τις ενδείξεις που ανάφερα, πίστευε ότι τα πράγματα έγιναν —κατά το μεγαλύτερο μέρος— όπως τα ιστόρησα. Δεν θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη πίστη στους ποιητές που ύμνησαν τα γεγονότα αυτά υπερβάλλοντας και στολίζοντάς τα ή στους χρονογράφους που έγραψαν περισσότερο για να τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια. Δεν θα υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν τα γεγονότα αυτά που είναι τόσο παλιά, ώστε βρίσκονται στην περιοχή του μύθου. Όμως πρέπει να θεωρηθεί ότι, αν και τόσο παλιά, τα γεγονότα αυτά έχουν εξακριβωθεί με βάση τις πιο σοβαρές ενδείξεις.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι κεφάλαιο 17.21 @scaife.perseus
    Διὰ μὲν γὰρ τὸ ἄδηλον εἶναι ποτέρως ἔχει τἀληθές, οὐ δόξει σοφίζεσθαι, διὰ δὲ τὸ ἀμφιδοξεῖν οὐ δόξει ψεύδεσθαι· ἡ δὲ μεταφορὰ ποιήσει τὸν λόγον ἀνεξέλεγκτον.
  2. (για πρόσωπα) άμεμπτος, άψογος, ανεπίληπτος
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 13.7 @scaife.perseus
    καίτοι γέγραπταί γε οὕτως, ἵνα ὀρθῶς ἔχῃ, καὶ μὴ σοφιστικοὺς ποιῇ ἀλλὰ σοφοὺς καὶ ἀγαθούς· οὐ γὰρ δοκεῖν αὐτὰ βούλομαι μᾶλλον ἢ εἶναι χρήσιμα, ἵνα ἀνεξέλεγκτα ᾖ εἰς ἀεί.
     συνώνυμα: ἀνεπίληπτος, ἄμωμος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία