ἀναφαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἀναφαίνω
- κάνω να φανεί, να να λάμψει
- γεννώ, παράγω, ιδρύω
- καθιστώ γνωστό, φανερώνω
- φαίνομαι ξανά
- ⮡ ἀναφαίνεται ἀστήρ
- αναγορεύω, ανακηρύσσω
- ⮡ ἀναφανῆναι μούναρχος (ανακηρύχθηκε βασιλιάς)
- αποκαλύπτομαι, αποδεικνύομαι, γίνεται φανερό ότι είμαι κάτι
- ⮡ κλέπτης ἀναπέφανται ή ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός
- στη μεταγενέστερη ελληνική αμετάβατο
- ⮡ ἀνέφαινεν ἕσπερος
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀναφαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναφαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.