γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀναλθής τὸ ἀναλθές
      γενική τοῦ/τῆς ἀναλθοῦς τοῦ ἀναλθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀναλθεῖ τῷ ἀναλθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀναλθ τὸ ἀναλθές
     κλητική ! ἀναλθές ἀναλθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀναλθεῖς τὰ ἀναλθ
      γενική τῶν ἀναλθῶν τῶν ἀναλθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναλθέσ(ν) τοῖς ἀναλθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναλθεῖς τὰ ἀναλθ
     κλητική ! ἀναλθεῖς ἀναλθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναλθεῖ τὼ ἀναλθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀναλθοῖν τοῖν ἀναλθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀναλθής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἀναλθέστερος

  1. (ιατρική) ανίατος, αγιάτρευτος
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων ἐμβολῆς, (De articulis), 63, p.274, @scaife.perseus
    οὔτε γὰρ ψιλοῦται τῶν τοιούτων ὀστέων οὐδὲν ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ, εἰ μὴ κατὰ βραχύ τι, οὔτε ἀφίσταται, ἀλλὰ περιωτειλοῦται λεπτῇσιν ὠτειλῇσι καὶ ἀσθενέσι, καὶ ταῦτα, ἢν ἀτρεμίζωσι πουλὺν χρόνον· ἢν δὲ μὴ, ἑλκύδριον ἐγκαταλειφθῆναι κίνδυνος ἀναλθές.
  2. θανατηφόρος