ἀναβατικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀναβατικός < ἀναβαίνω
Επίθετο
επεξεργασία
ἀναβατικός
- ικανός επιδέξιος στην ανάβαση
- ανερχόμενος πυρετός (ελληνιστικό)
- ζώο κατάλληλο για να το ιππεύσεις