Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνέδην < ἀνίημι

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀνέδην

  1. ελεύθερα, χαλαρά, χωρίς περιορισμό
  2. βίαια

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883