Δείτε επίσης: ανάλυμα, ανάλημμα, ἀνάλημμα
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀνάλυμα τὰ ἀναλύματα
      γενική τοῦ ἀναλύματος τῶν ἀναλυμάτων
      δοτική τῷ ἀναλύματι τοῖς ἀναλύμασι(ν)
    αιτιατική τὸ ἀνάλυμα τὰ ἀναλύματα
     κλητική ! ἀνάλυμα ἀναλύματα
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνάλυμα ουδέτερο