πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμφωλένιον τὰ ἀμφωλένι
      γενική τοῦ ἀμφωλενίου τῶν ἀμφωλενίων
      δοτική τῷ ἀμφωλενί τοῖς ἀμφωλενίοις
    αιτιατική τὸ ἀμφωλένιον τὰ ἀμφωλένι
     κλητική ! ἀμφωλένιον ἀμφωλένι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφωλενίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφωλενίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφωλένιον < ἀμφι- + ὠλένη / ὠλένιον  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἀμφωλένιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία