Δείτε επίσης: αμελώς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμελῶς < ἀμελής < μέλει

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀμελῶς