Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμβλυωπέω < ἀμβλυωπής και ἀμβλυωπός (<ἀμβλύς + ὦψ)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμβλυωπέω - ἀμβλυωπῶ

  • έχω αδύναμη όραση (δόκιμο μόνο στον ενεστώτα)

Συγγενικά επεξεργασία