ἀκανθυλλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀκανθυλλίς | αἱ | ἀκανθυλλίδες |
γενική | τῆς | ἀκανθυλλίδος | τῶν | ἀκανθυλλίδων |
δοτική | τῇ | ἀκανθυλλίδῐ | ταῖς | ἀκανθυλλίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀκανθυλλίδᾰ | τὰς | ἀκανθυλλίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἀκανθυλλίς* | ἀκανθυλλίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκανθυλλίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκανθυλλίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀκανθυλλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ἀκανθυλλίς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.