Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδόξαστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀδόξαστος, -ος, -ον

  1. απρόσμενος
  2. επιστητός, βασισμένος σε βέβαιη γνώση
  3. (φιλοσοφία) στους Στωικούς: αποφυγή σχηματισμού γνώμης

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία