ἀδόξαστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀδόξαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ἀδόξαστος, -ος, -ον
- απρόσμενος
- επιστητός, βασισμένος σε βέβαιη γνώση
- (φιλοσοφία) στους Στωικούς: αποφυγή σχηματισμού γνώμης
Παράγωγα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ἀδόξαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδόξαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.