ἀγροτεμάχιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγροτεμάχιον | τὰ | ἀγροτεμάχια | ||||
γενική | τοῦ | ἀγροτεμαχίου | τῶν | ἀγροτεμαχίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀγροτεμαχίῳ | τοῖς | ἀγροτεμαχίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀγροτεμάχιον | τὰ | ἀγροτεμάχια | ||||
κλητική ὦ! | ἀγροτεμάχιον | ἀγροτεμάχια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγροτεμάχιον ουδέτερο