Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγησίστρατος < ἡγέομαι + στρατός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγησίστρατος, -ος, -ον
  1. αυτός που οδηγεί στρατό ακόμα και στον Άδη
  2. κύριο όνομα ξακουστών Ελλήνων της αρχαιότητας

Δείτε επίσης επεξεργασία