Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγγελόβιος < ελληνιστική ἀγγελία + βίος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγγελόβιος, -ος, -ον

  1. αυτός που σ΄ όλο το βίο του είναι αγγελιαφόρος
  2. ο κατ΄ επάγγελμα αγγελιαφόρος