ἀγγελόβιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀγγελόβιος < ελληνιστική ἀγγελία + βίος
Επίθετο επεξεργασία
ἀγγελόβιος, -ος, -ον
- αυτός που σ΄ όλο το βίο του είναι αγγελιαφόρος
- ο κατ΄ επάγγελμα αγγελιαφόρος
ἀγγελόβιος, -ος, -ον