Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαπητικῶς < ἀγαπητικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀγαπητικῶς

  • ευχαρίστως, φιλόστοργα

Συνώνυμα επεξεργασία